σκιαδηφόρος

σκιαδηφόρος
-ον, Α
βλ. σκιαδοφόρος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σκιαδοφόρος — α, ο / σκιαδοφόρος, ον, ΝΑ, θηλ. και σκιαδιοφόρος Ν, και σκιαδηφόρος Α αυτός που κρατά σκιάδιο, δηλαδή ομπρέλα για τον ήλιο νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σκιαδοφόρα βοτ. οικογένεια αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής τάξης κορνώδη, με 275… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”